ἱστωναρχία

ἱστωναρχία
ἱστων-αρχία, ,
A his office, PRyl.98.5 (ii A.D.), BGU753iv 4 (iii A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ιστωναρχία — ἱστωναρχία, ἡ (Α) [ιστωνάρχης] η υπηρεσία τού ιστωνάρχου, τού επόπτη τών υφαντουργείων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”